- νοτίως
- [нотиос] εκίρ. к югу, на юг
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
νότιος — ια, ο (ΑΜ νότιος, ία, ον, Α αττ. τ. νότιος, ον, Μ και νοτίος, ίον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ. β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek